Έμπονυ Βάργκας – review της διλογίας
Ήταν Άνοιξη του 2012 όταν πήρε το μάτι μου μία νέα κυκλοφορία από μία άγνωστη σε εμένα δημιουργό, που μου κέντρισε απευθείας το ενδιαφέρον με το εβένινο, επιβλητικό εξώφυλλο και πολύ περισσότερο με την περίληψή του, που αναφερόταν σε μία γοτθική ιστορία που είχε για πρωταγωνίστρια μία γυναικεία φιγούρα του σκότους, ένα βαμπίρ.
Καθ’ ότι από παιδί ακόμη με γοήτευε ο μύθος των βρικολάκων, παρά τον φόβο που μπορεί να μου προκαλούσε την εποχή εκείνη, μετά από λίγο καιρό θέλησα να αποκτήσω την συγκεκριμένη ιστορία και να διαβάσω για πρώτη φορά ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται σε αυτά τα τόσο γοητευτικά και επικίνδυνα συνάμα πλάσματα της νύχτας, εμπνευσμένο και γραμμένο από μία ελληνική πένα.
Ήθελα πάρα πολύ να μου αρέσει το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν περίμενα σίγουρα όμως, να μ’ αρέσει στο σημείο που εντέλει κατέληξε να μου αρέσει, κατατάσσοντας με αυτό το τρόπο την Κωνσταντίνα Λαψάτη στην κορυφή της λίστας με τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αντίληψη που εδραιώθηκε κυρίως όταν μετά από λίγο καιρό διάβασα ένα ακόμη βιβλίο της, ιστορικό αυτή τη φορά, και συλλογίστηκα σε μεγαλύτερο βαθμό τη σπουδαιότητα της γραφής της και το ταλέντο της να τοποθετεί τον αναγνώστη κάθε φορά αβίαστα στο κλίμα και το χώρο της εποχής στην οποία κι εκτυλίσσεται η εκάστοτε ιστορία της.
Το βιβλίο στο οποίο και αφιερώνεται αρχικά αυτό το review και που φέρει τον τίτλο “Έμπονυ Βάργκας – Νυχτερινοί Ψίθυροι”, κατάφερε να με συναρπάσει από την αρχή για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Πέρα από την ατμόσφαιρα που αποπνέει μυστήριο και που – παρά το γεγονός ότι τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή – καταφέρνει να αναδείξει από τις πρώτες προτάσεις έναν αέρα “παλαιότητας” που συνάδει με το γοτθικό στοιχείο, το μυθιστόρημα δεν στέκεται μονάχα στο γνωστό μύθο του βρικόλακα, στο μεταφυσικό και το θρίλερ, αλλά μπορεί και συνδυάζει αρμονικά διαφορετικά μεταξύ τους είδη, δίνοντας στην ιστορία παραπάνω από έναν χαρακτηρισμούς.
Η ιστορία ξεκινάει στο δωμάτιο ενός λονδρέζικου σπιτιού, όπου η ηρωίδα, η τετρακοσίων ετών βρικόλακας Έμπονυ Βάργκας, ξαναέρχεται αντιμέτωπη με το παρελθόν της, όταν αντικρίζει τον γιο ενός φίλου της που μοιάζει εξαιρετικά στον εδώ κι αρκετούς αιώνες δολοφονημένο σύζυγο και δημιουργό της, τον Ζάγκρος Βάργκας. Ο Ρεν Στράλιν είναι ένας ακίνδυνος, έως βαρετός καθηγητής ασσυριολογίας, που καμία σχέση δεν έχει με πλάσματα που φαίνεται να υπάρχουν αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας, παρά την επιτυχημένη μελέτη του γύρω από μυθολογικές οντότητες της ασσυριοβαβυλωνιακής μυθολογίας για την οποία και σνομπάρεται από τους κύκλους της πανεπιστημιακής κοινότητας στην οποία ανήκει.
«Και εγώ σου απάντησα πως έχω δώσει όρκο στον πατέρα σου ότι δεν θα σου κάνω κακό», του απάντησε σιγά. «Κι εγώ σου λέω πως δεν πιστεύω ότι είναι κακό αυτό που είσαι». «Κι εγώ σου απαντώ πως είναι, γιατί οι αναμνήσεις γίνονται αθάνατες, σαν κι εσένα, και πονάνε πολύ». -Έμπονυ Βάργκας, Νυχτερινοί Ψίθυροι, Σελ. 321
Από τις πρώτες αράδες γίνεται φανερή η προσοχή και η φροντίδα με την οποία η συγγραφέας αποφασίζει να συστήσει στους αναγνώστες την ηρωίδα της, αφού τα κύρια επιφανειακά κυρίως χαρακτηριστικά της, όπως για παράδειγμα η ξιπασιά και η εμμονική σχεδόν αγάπη της για οτιδήποτε αναδίδει πλούτο και πολυτέλεια, παρουσιάζονται με αφοπλιστική λεπτομέρεια, κάνοντάς μας γνώστες του πολυτελούς τρόπου ζωής, του ακριβού γούστου και των υψηλών ραπτικών προτιμήσεων της πρωταγωνίστριας. Με αυτό το τρόπο η Κωνσταντίνα Λαψάτη, δεν θέλει να κουράσει, ούτε να φορτώσει με περιττές πληροφορίες τον αναγνώστη, αλλά εσκεμμένα θεωρώ πως αναφέρει όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, αναδεικνύοντας πέρα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά και την ξεχωριστή κι ιδιαίτερη προσωπικότητα της ηρωίδας της, την πολύτιμη ίσως και λατρευτική της παρουσία. Σαν μία αριστοτεχνικά αψεγάδιαστη εξ όψεως κεντημένη δαντέλα ή ένα πολύτιμο αντικείμενο που κατέχει ξέχωρη θέση ανάμεσα σε τόσα άλλα και που σ’ αρέσει να το θαυμάζεις, να το περιποιείσαι και να το περιβάλλεις με περισσή αγάπη, προσέχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια, αποφεύγοντας συνειδητά να αφήσεις το οτιδήποτε στη τύχη. Στοιχείο που κατ’ επέκταση μπορεί να μοιράζονται, σε μικρότερο φυσικά βαθμό, και οι άλλοι ήρωες του βιβλίου.
Το πρώτο βιβλίο της διλογίας πέρα από την πρώτη γνωριμία με την απέθαντη πρωταγωνίστριά του, είναι πλούσιο σε εικόνες και συναισθήματα, αφού δεν στέκεται μόνο στη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της Έμπονυ και του ανθρώπου που μοιάζει τρομερά πολύ σε ένα οικείο πρόσωπο από το παρελθόν της ηρωίδας, ούτε στις σκηνές που ξεπροβάλλουν ξέχωρες κι απόλυτα εναρμονισμένες με το κείμενο και γνωστοποιούν σιγά-σιγά τη γεμάτη σκοτάδι και μυστήριο εποχή όπου η Έμπονυ, με διαφορετικό όνομα τότε, ζούσε σαν θνητή στα σοκάκια και τις γειτονιές της αγγλικής πρωτεύουσας, τον καιρό της Ελισαβετιανής περιόδου. Αλλά αντίθετα οι σελίδες του οδηγούν σε μία περιπέτεια όπου απρόσμενα καραδοκούν ο απόλυτος τρόμος με το αστυνομικό στοιχείο και το μυστήριο που είναι πανταχού παρόν, με την αρχαία ιστορία-μυθολογία, όπου ο βαμπιρισμός μπορεί τελείως αρμονικά και ταιριαστά να συνυπάρχει με ένα μεγάλο βαβυλωνιακό έπος, όπως είναι το Enuma Elish.
Όσο για τη περιγραφή του μουντού και βροχερού Λονδίνου, όπου τοποθετείται κι εξελίσσεται η ιστορία, η συγγραφέας όπως ανέφερα και παραπάνω, σε βάζει χωρίς κόπο στο κλίμα και στο χώρο, δίχως να αναλώνεται σε υπερβολικά στοιχεία και μεγάλες προτάσεις που σκοπό έχουν να ζορίσουν και να πείσουν τον αναγνώστη για τη περιοχή δράσης της ιστορίας που διαβάζει, αλλά αντίθετα με τη χρήση συγκεκριμένων, στοχευμένων τοπωνυμίων, λέξεων και λοιπών στοιχείων, τον εναποθέτει ρητά κοφτά, με προσοχή και στιβαρή αίσθηση σιγουριάς, στο μέρος εκείνο που την κάθε πιθανή στιγμή ρέει η αφήγηση.
Το γεγονός ότι η συγγραφέας έχει σεβαστεί την ιστορία της, φαίνεται κι από τις πληροφορίες που αναλογούν στο παρελθόν και χρησιμοποιούν περιοχές τής τότε Μολδαβίας, Βλαχίας και Ρουμανίας, προσθέτοντας μέχρι και διαλόγους ή και φράσεις στα γλωσσικά πρότυπα των προαναφερθέντων τόπων. Με τις εικόνες που πηγάζουν από τα μέρη εκείνα να είναι ενίοτε νοσταλγικές, θυελλώδεις, άγριες κι αισθησιακές.
Επίσης το γεγονός ότι η συγγραφέας καταπιάνεται με έναν γνωστό μύθο, δεν σημαίνει ότι δεν τον εξελίσσει με δικά της στοιχεία, σεβόμενη όμως το ήδη υπάρχον υλικό, δίχως τις ακραίες και επιτηδευμένες αντιλήψεις. Που σημαίνει ότι δεν θα δείτε από τις σελίδες να παρελαύνουν σταυροί, σκόρδα και νυχτερίδες, ούτε όμως και βρικόλακες που στραφταλίζουν στο φως της ημέρας.
Για τη γραφή δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά, πέρα από το ότι βοηθάει το κείμενο να ρέει με φυσικότητα και πως δεν φοβάται να γίνει τολμηρή στα σημεία, έχοντας μία διάθεση λυρικότητας σε άλλα. Η Κωνσταντίνα Λαψάτη, χωρίς να χρησιμοποιεί ποιητικές εκφράσεις, καταφέρνει να σχηματίζει εικόνες ποιητικής κι απαράμιλλης ομορφιάς, με έναν τρόπο ανεπιτήδευτο, που είναι δύσκολο να εξηγηθεί με απλά λόγια. Αλλά και να σε βάζει τόσο πολύ μέσα στην ιστορία της, βιώνοντας σχεδόν τα συναισθήματα των ηρώων της.
Μία γραφή πάντως που γίνεται ακόμη πιο τολμηρή κι εντυπωσιακή στη συνέχεια της ιστορίας, που μπορεί να καθυστέρησε αρκετά χρόνια, αλλά το αποτέλεσμα σίγουρα δικαιώνει και συναρπάζει, χωρίς να επαναλαμβάνεται και να επαναπαύεται στα σίγουρα μονοπάτια του πρώτου.
Η συνέχεια του πρώτου βιβλίου που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό και τιτλοφορείται “Έμπονυ Βάργκας – Σκοτεινό Κάλεσμα”, είναι πιο “εσωτερική” και λιγότερο περιπετειώδης, αφού εστιάζει περισσότερο στην σκοτεινή του πρωταγωνίστρια, απόφαση που είναι λογική και ταιριαστή με τα τελευταία γεγονότα του πρώτου μέρους. Αυτό δεν σημαίνει πως η δράση απουσιάζει, απλά αυτή τη φορά επικεντρώνεται στη φύση του βαμπιρισμού, με νέα πρόσωπα να προστίθενται στην ιστορία και να συνεισφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ακόμη και οι ερωτικές σκηνές περιγράφονται με μεγαλύτερη σιγουριά και μαεστρία, τονίζοντας την απόγνωση των ηρώων να φτάσουν μέχρι και τα ενδότερα της ψυχής τους.
Οι χαρακτήρες από την άλλη, παλιοί και καινούργιοι, όπως άλλωστε και στο πρώτο βιβλίο, συνεχίζουν να είναι στον ίδιο βαθμό προσιτοί και μυστήριοι, παραμένοντας γοητευτικοί, όχι όμως και αδιάφοροι.
Με την διλογία να κλείνει με ένα εξαιρετικό, αριστουργηματικό θα χαρακτήριζα κεφάλαιο, που για εμένα αγγίζει την απόλυτη τελειότητα, με την συγγραφέα να απογειώνει την ιστορία της παραθέτοντας σελίδες που αξίζουν ειδική – ξεχωριστή μνεία και που κλείνουν μεγαλειωδώς μία ιστορία, που εκ των πραγμάτων, ακολούθησε δύσβατη πορεία μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να την έχουμε εμείς οι αναγνώστες ολοκληρωμένη πια στα χέρια μας.
Μία διαφορετική φανταστική διλογία, γραμμένη με εξαίσιο τρόπο, που σίγουρα θα προκαλέσει έντονα συναισθήματα σε όποιον αποφασίσει να την διαβάσει.
[Κι επειδή η διλογία είναι γεμάτη με μουσικές αναφορές-επιρροές που εξυμνούν ακόμη περισσότερο το κείμενο εμπλουτίζοντας το με μοναδικές μελωδίες, παραθέτω το κομμάτι εκείνο που αποτελεί και την μουσική εισαγωγή στην ιστορία]
ΥΓ. Το πρώτο βιβλίο της σειράς, ”Έμπονυ Βάργκας – Νυχτερινοί Ψίθυροι ”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός στα βιβλιοπωλεία, ενώ για το δεύτερο, ” Έμπονυ Βάργκας – Σκοτεινό Κάλεσμα ”, όποιος θέλει μπορεί να επικοινωνήσει με την συγγραφέα του είτε στη προσωπική της σελίδα στο facebook είτε μέσω της εφαρμογής goodreads και στα links που δίνονται.