Ήθελα μόνο να χωρέσω – Review
Η Στέλλα Κάσδαγλη, στο τελευταίο της βιβλίο “Ήθελα μόνο να χωρέσω”, μέσα από τις εξιστορήσεις της Ζωής και των κοντινών της ανθρώπων, καταπιάνεται με ένα θέμα που μαστίζει σημαντικό ποσοστό της νεολαίας και καταφέρνει να προβληματίσει, αλλά και να δώσει ελπίδα.
Η Ζωή είναι μία κοπέλα στην εφηβεία, μόλις 16 χρονών, που οι μικρές ή οι μεγάλες αλλαγές στη ζωή της την επηρρεάζουν, ίσως λίγο παραπάνω από ορισμένα συνομίληκά της κορίτσια. Η αλλαγή τάξης και κατ’ επέκταση σχολείου, ο προσωρινός χωρισμός από τη παιδική της φίλη Θάλεια, το άγχος της για το αν θα την αποδεχθούν οι νέοι της συμμαθητές ή όχι, αλλά και η σκέψη ενός αγοριού που δεν της δίνει σημασία, είναι μερικά από τα θέματα που απασχολούν τη νεαρή κοπέλα και που φροντίζει να γράφει συστηματικά κι ανελλιπώς στο blog της. Μέσα από το blog της, ο αναγνώστης θα δει τη προσπάθεια της Ζωής να ενταχθεί σε μία τάξη που οι μόνοι που φαίνεται να της δίνουν κάποια προσοχή είναι δύο μεγαλύτερά της κορίτσια στο πίσω θρανίο, τις συγκρίσεις του σώματός της με το δικό τους, τη προσπάθειά της να χάσει κιλά, την ερωτική απογοήτευση που θα υποστεί από το αγόρι που την ενδιαφέρει και τη μάχη της μέσα από αυστηρή δίαιτα και γυμναστική να χάσει όλο και μεγαλύτερο βάρος, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ένας φαύλος κύκλος. Η Ζωή, νομίζοντας πως το να χάσει κιλά θα την κάνει να δείχνει πιο cool και δεν θα πιάνει το χώρο που νομίζει ότι το σώμα της καταλαμβάνει, πιστεύοντας ότι με αυτή τη λογική θα γίνει κατά κάποιο τρόπο αόρατη από τους περισσότερους και ότι δεν θα τραβάει συνεχώς τη προσοχή τους με αρνητικό τρόπο, καταλήγει να επιβάλλει αυστηρό πρόγραμμα στον εαυτό της και να θεωρεί κάθε μπουκιά τροφής παραβιαστική και ευκαιρία για έναν ακόμη εξαντλητικό γύρο στο διάδρομο. Συντροφιά της στην άτυπη μάχη με τον εαυτό της, οι ώρες που γράφει στον υπολογιστή της, που συνομιλεί στο chat με την κολλητή της, και οι στιγμές που παρακολουθεί ταινίες με τον Λουκά, το αγόρι που γνώρισε τη πρώτη μέρα στο σχολείο και που από την αρχή έδειξε να τη συμπαθεί, αλλά και να μοιράζεται το πάθος της για το κινηματογράφο. Φυσικά οι γονείς δεν είναι απών, καθώς μέσα από τις διηγήσεις τους μαθαίνουμε πώς άρχισαν να αντιλαμβάνονται τα πρώτα συμπτώματα της ψυχογενούς ανορεξίας της κόρης τους, τα συναισθήματά τους καθ’ όλη τη διάρκειά της και τους διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης κι αντιμετώπισής της. Στο βιβλίο αυτό, θα βρούμε μέχρι και συζητήσεις κοριτσιών που προσπαθούν να χάσουν βάρος σε μία ομάδα στο facebook, test σε γνωστό γυναικείο περιοδικό για το πως αντιμετωπίζουμε το φαγητό και αν είναι υγιής η σχέση μας μαζί του, αλλά και ζωγραφιές της Ζωής κατά τη διάρκεια παρακολούθησής της από τη ψυχολόγο.
Ένα βιβλίο σύγχρονο, έξυπνα και όμορφα γραμμένο, που μπορεί να καταπιάνεται με ένα τόσο δύσκολο θέμα, αλλά που δεν ξεχνάει ότι απευθύνεται κυρίως σε εφήβους και γι’ αυτό, ενσωματώνει στις σελίδες του το χιούμορ που είναι τόσο αναγκαίο. Μία ιστορία που καταφέρνει να προβληματίσει, να συγκινήσει, να μας κάνει να σκεφτούμε τους λόγους που πολλές φορές εμείς οι άνθρωποι νιώθουμε ότι δεν μας καταλαβαίνει κανείς, ότι δεν χωράμε πουθενά, με αποτέλεσμα να μην εξωτερικεύουμε τα συναισθήματά μας και να καταφεύγουμε σε ακραίες πρακτιμές που το μόνο που καταφέρνουν είναι να βλάψουν το σώμα μας και κατ’ επέκταση τον εαυτό μας, αλλά και τους γύρω μας, αυτούς που πάντα ήταν στο πλευρό μας κι ας μη το βλέπαμε. Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε εκείνους που προβληματίζονται από το σύγχρονο αυτό φαινόμενο της κοινωνίας, σε όσους αντιμετωπίζουν μία τέτοια κατάσταση, σε αυτούς που έχουν αντιμετωπίσει, αλλά κυρίως στα νέα κορίτσια που πολλές φορές από το άγχος τους να αρέσουν, να γίνουν αποδεχτές, να ενταχθούν κάπου, δεν αποδέχονται τον εαυτό τους και προσπαθούν να τον αλλάξουν, με καταστροφικά πολλές φορές αποτελέσματα.