The Martian, ή πως Έμαθα να μην Ανησυχώ και να Αγαπήσω τις Πατάτες
Ενώ γράφονται αυτές οι γραμμές, το the Martian (αρνούμαι να το αποκαλέσω η Διάσωση, που είναι και ο ελληνικός τίτλος της ταινίας, διότι πέραν του ότι δεν έχει καμιά σχέση με τον πρωτότυπο τίτλο, κατορθώνει πολύ αποτελεσματικά να καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος του σασπένς) προβάλλεται σε αίθουσες ανά τον πλανήτη και μέσα σε δύο εβδομάδες ξεπέρασε τα 230 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις, ήδη πάνω από δυο φορές το κόστος της. Το γεγονός αυτό πιστεύω ότι δείχνει περίτρανα την νέα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει όσον αφορά το popular culture.
Είναι γεγονός ότι οι τέχνες αποτελούν σχολιασμό αλλά και καθρέφτη της κοινωνίας στην οποία αναπτύσσονται. Ειδικά όσον αφορά το Hollywood, οι εκάστοτε τάσεις όσον αφορά τα είδη ταινιών που παράγονται, εκφράζουν σχεδόν απόλυτα τις προτιμήσεις του κοινού, αφού στο Hollywood οι ταινίες αντιμετωπίζονται περισσότερο σαν προϊόντα.
Παρατηρώντας λοιπόν κανείς την πορεία του Hollywood, μπορεί κανείς να βγάλει ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Στην προκειμένη περίπτωση θα χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο το ευρύτερο είδος της Περιπέτειας, δηλαδή της ταινίας στην οποία η πλοκή περνά μέσα από τα στάδια της αφήγησης χρησιμοποιώντας ως βασικό «καύσιμο» την δράση. Το είδος αυτό επιλέγεται γιατί αποτελεί ταυτόχρονα και την συντριπτική πλειοψηφία των εσόδων του Hollywood, αλλά και αντιπροσωπεύει περισσότερο τις προτιμήσεις του ηλικιακού γκρουπ 15-40 χρονών.
Οι τάσεις του Hollywood όσον αφορά την Περιπέτεια έχουν περάσει από πολλά στάδια τις τελευταίες δεκαετίες. Στη δεκαετία του 80 πρωταγωνιστικό ρόλο είχε το αρχέτυπο του λεγόμενου action hero, ο δυνατός αρρενωπός πρωταγωνιστής που θα φτάσει πυροβολώντας στη λύση της ταινίας. Ήταν η δεκαετία όπου μεσουρανούσαν ταινίες σαν το Die Hard, η δεκαετία του Schwarzenegger και του Stallone. Η Περιπέτεια ήταν βίαιη, κατά κύριο λόγο άμυαλη, ωμή και με μια δόση χιούμορ. Την τάση αυτή μιμήθηκε ως ένα βαθμό και η Επιστημονική Φαντασία της εποχής, καθότι η Ε.Φ. κατά τη περίοδο αυτή αντιπροσωπευόταν κατά κύριο λόγο από περιπέτειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Aliens, στο οποίο ο Cameron παρόλο που είχε ως αναφορά μια καθαρά κλειστοφοβική και χαμηλών τόνων πρώτη ταινία, η οποία ουσιαστικά εγκαινίασε το Survival Horror, διάβασε σωστά την τάση της εποχής και δημιούργησε μια καθαρή ταινία Επιστημονικής Φαντασίας Δράσης, η οποία μάλιστα θεωρήθηκε το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα γραφής και μέτρο σύγκρισης ολόκληρης της σειράς ταινιών Alien.
Κατά τη δεκαετία του 90, η Περιπέτεια έδειχνε να βρίσκεται σε σύγχυση. Οι ήρωες των 80s έμοιαζαν χαμένοι, με τον Schwarzenegger και τον Stallone να γυρνούν αποτυχημένες κωμωδίες, συχνά παρωδώντας την εικόνα τους. Παράλληλα, η έλευση των computer graphics είχε φέρει μια επανάσταση την οποία το είδος της Περιπέτειας δεν ήξερε ακόμη πώς να εκμεταλλευθεί. Η πρώτη μόδα που γεννήθηκε ήταν εκείνη του «όσο πιο πολλά γραφικά και όσο πιο μεγάλα» [1] , ρήση που αναπόφευκτα συνδέθηκε με το είδος της Επιστημονικής Φαντασίας, καθώς έδινε την πιο εύκολη δίοδο για αυτή τη τάση. [2] Η δεκαετία του 90 μας έδωσε τη σχολή του Michael Bay και του Roland Emmerich, το Independence Day, το Godzilla και το Wild Wild West. Ακόμη και η ταινία που θεωρείται σταθμός για την Ε.Φ. των 90s, το the Matrix, είναι μια ταινία που βασίζεται κυρίως στην δράση, με τον Neo να ξεκινά ως μια προσωποποίηση του μέσου geek έφηβου – νέου ενήλικα κατά τους Wachowskis, αλλά σύντομα εξελίσσεται σε έναν ήρωα δράσης. Η ταινία προχωρά με βάση τη βία και ακόμη και η «εκκόλαψη» του Neo δε γίνεται χάρη σε κάποια φιλοσοφική επιφοίτηση, αλλά με μια καθαρά συναισθηματική «ανάφλεξη» (την ομολογία της Trinity ότι τον αγαπά), ακολουθώντας πιστά τα πρότυπα ενός τυπικού ήρωα περιπέτειας. [3]
Η τάση αυτή συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 2000, με τις «θορυβώδεις» ταινίες Ε.Φ. να παίρνουν πλέον τα ηνία όσον αφορά τις περιπέτειες. [4] Στη περίοδο αυτή τα ειδικά εφέ αρχίζουν να αγγίζουν την τελειότητα και μαζί τους οι δυνατότητες του τι μπορεί να απεικονιστεί στην οθόνη φθάνουν να εξαρτώνται μόνο από τα χρήματα και τις διαθέσιμες ιδέες. Το Hollywood ακολούθησε κατά κύριο λόγο την συνταγή των ταινιών των 90s, με εναλλασσόμενες τις ισορροπίες ανάμεσα στη σοβαρότητα και το αστείο.
Στη μια άκρη η παράδοση συνεχίστηκε με τον Michael Bay να βρίσκει το απόλυτο μέσο έκφρασης του στυλ του, τη σειρά ταινιών Transformers. Για τις ταινίες Transformers έχουν ειπωθεί πολλά αναφορικά με την έλλειψη σκηνοθετικής παρουσίας, ηθοποιίας, σεναρίου. Η μεγαλύτερη όμως «ζημιά» κατ’ εμέ αφορά 2 σημεία.
Το πρώτο είναι ότι το στυλ αυτών των ταινιών επιχείρησε να καθιερώσει ως δεδομένη την υπερβολή. Υπερβολή η οποία σε πρώτο επίπεδο δείχνει να αφορά μόνο την ποσότητα των ειδικών εφέ, αλλά στην πραγματικότητα τα εφέ είναι μόνο μια πλευρά του νομίσματος. Ο Michael Bay αντιμετωπίζει τον θεατή σαν ένα είδος ναρκομανή, ο οποίος πρέπει να βομβαρδίζεται διαρκώς με δράση και πλοκή προκειμένου να μείνει εθισμένος σε αυτό που βλέπει. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν παρανοϊκό, με τα πάντα να δείχνουν να βιάζονται: τα πλάνα δε διαρκούν πάνω 5 δευτερόλεπτα, οι σκηνές αλλάζουν κάθε 3-4 λεπτά το πολύ, η δράση ξεχειλίζει σε όλη την ροή της ταινίας, αφήνοντας τον θεατή μπερδεμένο όσον αφορά την ύπαρξη αρχής, μέσης και τέλους και όταν πλέον φτάνουμε σε στιγμές όπου η δράση «κορυφώνεται» (κάτι το οποίο μπορεί να κρατήσει και όσο μισή κανονική ταινία), έχουμε ένα καλειδοσκόπιο εκρήξεων, ειδικών εφέ και ανθρώπων –σε 2ο ρόλο – που τρέχουν πανικόβλητοι. Η «σχολή» του Bay ανέδειξε ένα νέο είδος κινηματογράφου, αποκλειστικά αφιερωμένο στο θέαμα, φτιαγμένο από δημιουργούς οι οποίοι αντιμετώπιζαν την τέχνη τους με τέτοια τεμπελιά που δεν είχαν καν την στοιχειώδη πειθαρχία να «μαζέψουν» τις ταινίες τους σε μια λογική διάρκεια. [5]
Η δεύτερη ζημιά ήταν ότι αυτό το είδος ταινιών έφτασε να θεωρείται από πολλούς αντιπροσωπευτικό της Επιστημονικής Φαντασίας. Με το πρώτο συνθετικό του όρου να έχει σταματήσει να λαμβάνεται υπόψη, η Ε.Φ. έγινε μια ταμπέλα η οποία απλά στόλιζε όποια ταινία διέθετε πολύπλοκα εφέ. Οι όποιες εξαιρέσεις στον κανόνα ήταν λιγοστές και η εντύπωση που άφησαν στο γενικό κοινό ήταν ελάχιστη. Μια εξαίρεση αποτέλεσε το District 9 του Neil Blomkamp, το οποίο κατά τον γράφοντα ισορρόπησε με μαεστρία ανάμεσα στην εντυπωσιακή δράση αλλά και τις επιταγές μιας πιο «σοβαρής» Ε.Φ., κατορθώνοντας ταυτόχρονα να μπει στα «σαλόνια» αρκετών mainstream θεατών. Αλλά όπως ειπώθηκε, τέτοιου είδους περιπτώσεις ήταν σπάνιες, με το σκηνικό των ταινιών Ε.Φ. να κυβερνάται από τη μια πλευρά από τις ταινίες της σχολής Michael Bay που αναφέραμε πριν και από την άλλη από ένα είδος το οποίο βρισκόταν σε αρκετά χαμηλή μοίρα μέχρι την έλευση του 21ου αιώνα. Οι ταινίες με υπερήρωες, ένα μεγάλο κεφάλαιο για το οποίο νομίζω θα χρειαστεί ξεχωριστή μνεία σε κάποιο άλλο άρθρο. Αρκεί να πούμε ότι και οι υπερήρωες με τη σειρά τους από τη μια συνέχισαν να διατηρούν –ίσως άθελά τους- στο υποσυνείδητο του μέσου θεατή μια πιο «ανάλαφρη» εικόνα του τι εστί Επιστημονική Φαντασία [6], αλλά από την άλλη, σε συνδυασμό με την έλευση του Διαδικτύου, δημιούργησαν μια νέα γενιά πολύ πιο εξοικειωμένη με είδη τέχνης και νοοτροπίες που μέχρι πριν 20 χρόνια θεωρούντο περισσότερο περιθωριοποιημένα.
Ο 21ος αιώνας έκανε το λεγόμενο “geek culture” αποδεκτό και μάλιστα της μόδας. Αν έλεγες σε κάποιον πριν 20 χρόνια ότι η πλειοψηφία των εσόδων του Χόλυγουντ θα προερχόταν από ταινίες βασισμένες σε κόμιξ, ότι η δημοφιλέστερη κωμική σειρά των τελευταίων ετών θα αφορούσε μια παρέα από σπασίκλες, ότι οι περισσότεροι 25χρονοι θα γνωρίζουν ποιος είναι ο Iron Man ή ότι τα δρώμενα του Comic-Con θα αποτελούσαν πρωτοσέλιδα ειδήσεων, θα σας περνούσε για τρελό. Κι όμως ζούμε πλέον σε μια κοινωνία ολοένα και περισσότερο εκτεθειμένη σε μια κουλτούρα στην οποία η Επιστημονική Φαντασία μεσουρανεί. Και χάρη σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων είναι που υπάρχει ένα κοινό ικανό να κάνει εμπορική επιτυχία μια ταινία σαν το the Martian.
Βασισμένο σε ένα βιβλίο του 2011 για το οποίο το Spoiler Alert έχει ήδη κάνει κριτική, η ταινία μας πηγαίνει σε ένα κοντινό μέλλον, όπου η πρώτη επανδρωμένη αποστολή στον Άρη έχει γίνει πραγματικότητα. Μια καταιγίδα αναγκάζει την αποστολή να εγκαταλείψει τον Κόκκινο Πλανήτη, αφήνοντας για νεκρό ένα μέλος του πληρώματος, τον βοτανολόγο Mark Watney, ο οποίος θα πρέπει να βρει τρόπο να επιζήσει σε έναν αφιλόξενο πλανήτη, χρησιμοποιώντας την εφευρετικότητά του.
Η ταινία είναι σκηνοθετημένη από τον Ρίντλεϊ Σκοτ, ο οποίος έχει λάβει διθυράμβους για το τελευταίο του αυτό πόνημα. Εδώ υπάρχει ο μόνιμος κίνδυνος του κινηματογράφου, όπου η επιτυχία μιας ταινίας αποδίδεται αποκλειστικά στην ικανότητα του σκηνοθέτη. Με το τοπίο μη μεταβαλλόμενο (εκτός των σκηνών που αφορούν τη NASA, κι έχουν γυριστεί τόσες σκηνές με τη NASA στο Hollywood που η σκηνοθετική συνταγή όσον αφορά τα πλάνα και το χτίσιμο έντασης είναι ψιλοστάνταρ), την δράση έτοιμη από το βιβλίο και τα σκηνικά να αποτελούνται από ατράκτους και κατασκευές βασισμένα σε προδιαγραφές της NASA, κατά τον γράφοντα, ο Σκοτ εδώ δεν είχε να κάνει και πολλά πέρα από το να καθοδηγήσει τις ερμηνείες, όπου και έχουμε εξαιρετικά αποτελέσματα. Η ερμηνεία του Ματ Ντέιμον είναι πολύ καλή. Ο ηθοποιός πείθει στον ρόλο του ευφυούς βοτανολόγου και κατορθώνει να δώσει μια ανάλαφρη χροιά στην τραγικότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκεται, δίχως να αφαιρεί τίποτα από αυτήν.
Προτού μιλήσουμε για άλλα στοιχεία της ταινίας, όπως είναι η ροή, αξίζει να επανέλθουμε στον λόγο που πιστεύω ότι αυτή η ταινία είναι σημαντική. Η πλοκή της δεν στηρίζεται στην δράση, ούτε στα εφέ. Βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε έναν ήρωα και ένα υποστηρικτικό κάστ από αστροναύτες και επιστήμονες οι οποίοι χρησιμοποιούν την επιστήμη για να κατορθώσουν να πετύχουν τον στόχο τους. Ο Ματ Ντέιμον δεν χρειάζεται να πυροβολήσει εξωγήινους ή ρομπότ για να επιζήσει, χρειάζεται να βρει τρόπο να καλλιεργήσει πατάτες. Ή να βρει τρόπο να φτιάξει νερό. Ή να μπορέσει να επικοινωνήσει με τη Γη. Αυτά είναι που μας κρατούν σε αγωνία στο the Martian.
Θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει την ταινία με το Apollo 13 που είχε βγει το 1995, αλλά ακόμη και σε αυτή τη σύγκριση, το Apollo 13 είχε περισσότερο δράμα μέσα στη πλοκή του. Οι δημιουργοί του Apollo 13 δε θα τολμούσαν να βάλουν έναν χαρακτήρα σαν τον Mark Watney, από τον οποίο απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο «κλασσικής» Χολυγουντιανής δραματουργίας θα μας έκανε να τον συμπαθήσουμε. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτόν τον άνθρωπο, πέραν του ότι είναι βοτανολόγος. Δεν γνωρίζουμε τη παιδική του ηλικία, δεν έχουμε σκηνές που σαν παιδί κοιτά τα άστρα και ονειρεύεται, δε ξέρουμε αν είναι παντρεμένος, αν έχει παιδιά, πότε μπήκε στη NASA, αν έχει ξανακάνει αστροναύτης. Ο Watney στην ταινία είναι ένα κενό δοχείο, ένας RPG χαρακτήρας του οποίου το backstory δεν μας ενδιαφέρει. Ο θεατής δεν χρειάζεται να εξανθρωπίσει αυτόν τον χαρακτήρα για να νιώσει την κατάστασή του. Με μόνο τη παρουσίαση τόσο λειτουργικών προβλημάτων σαν υψίστης σημασίας, η ταινία καταφέρνει να μπει σε μονοπάτια ρεαλισμού για τα οποία ο βομβαρδισμένος από περιπέτειες υπερβολής εγκέφαλός μας δεν είναι συνηθισμένος. Το αποτέλεσμα που προκαλεί στο θεατή αυτός ο ρεαλισμός είναι μια ταύτιση με τον χαρακτήρα, παρόμοια με εκείνη των ντοκιμαντέρ επιβίωσης, όπου ο θεατής δεν ταυτίζεται με τον χαρακτήρα, αλλά απορροφάται από την κατάστασή του [7].
Ως εκ τούτου, είναι φυσικό για την ταινία να μην ακολουθεί κάποιο καταιγιστικό ρυθμό, αλλά διατηρεί μια ικανοποιητική ροή, δίχως να κουράζει λεπτό, παρουσιάζοντας τη πλοκή ομαλά και κατανοητά και δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Επιστρέφοντας στον Ρίντλεϊ Σκοτ, και πάλι δεν μπορώ να πω αν αυτό οφείλεται σε δική του ικανότητα ή στο καλό μοντάζ και δεμένο σενάριο, τα οποία αναμφισβήτητα υπάρχουν.
Το σενάριο λοιπόν, όπως θα όφειλαν όλες οι ταινίες που βασίζονται σε βιβλία, είναι πολύ καλό [8]. Φυσικά λαμβάνοντας υπόψη ότι μιλάμε για μια ταινία που θέλει να μας παρουσιάσει επιστήμη και πραγματισμό κι όχι να αναρωτηθούμε για υπαρξιακά προβλήματα τύπου Stalker, το σενάριο είναι στιβαρό, δίχως πολυλογίες και κατορθώνει να μας περάσει με κατανοητό τρόπο την επιστήμη που χρησιμοποιείται, χωρίς να μας περνά για ηλίθιους. Ο αστροναύτης πρωταγωνιστής δε θα κάτσει να μας εξηγήσει τι κάνει το κάθε σύστημα ή το κάθε φίλτρο που έχει στη διάθεση του, καθώς τα γνωρίζει ήδη. Χρησιμοποιώντας όμως το ευφυέστατο μέσο του ημερολογίου, ο Mark Watney αναγκάζεται να εξηγήσει στον θεατή τι κάνει. Όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από αρκετές δόσεις χιούμορ, οι οποίες χωρίς να κάνουν την ταινία κωμωδία, βοηθούν στο να μην «ξεραθεί» η πλοκή με απλές επεξηγήσεις φυσικής και χημείας.
Δεν θέλω να κάνω spoiler (ζω την επανάστασή μου εντός του site 🙂 οπότε θα κλείσω με ένα σύντομο σχόλιο για τη μουσική, η οποία μου φάνηκε ότι εξυπηρέτησε τον σκοπό της ικανοποιητικά, κρατώντας την προσοχή εκεί που έπρεπε και ενισχύοντας το όποιο συναίσθημα απαιτούσε η εκάστοτε σκηνή χωρίς όμως να αφήσει κάποια βαθιά εντύπωση στον θεατή. Δεν θα βγείτε από αυτή τη ταινία σφυρίζοντας κάποιο ρυθμό.
Γενικά, είναι το the Martian μια από τις μεγάλες ταινίες Επιστημονική Φαντασίας; Όχι. Κατά τη προσωπική μου γνώμη, όσο κι αν την ευχαριστήθηκα, μια ταινία (και δη Επιστημονικής Φαντασίας) για να θεωρηθεί μεγάλη, πρέπει να έχει αυτό το κάτι παραπάνω, αυτό που θα σε κάνει να σκεφτείς κάτι για τον εαυτό σου ή την κοινωνία σου όταν βγεις από την αίθουσα. Αυτή η ταινία δεν το κάνει αυτό. Είναι όμως μια από τις πιο σημαντικές που έχω δει, γιατί κατορθώνει να κάνει εύπεπτο ένα σενάριο και μια ιδέα που πάει κόντρα στις περισσότερες μάντρες του Hollywood σχετικά με το τι είναι πετυχημένο και τι όχι [9]. Είναι σημαντική γιατί στέκεται περήφανα ως μια από τις πλέον επιστημονικά συγκροτημένες ταινίες Ε.Φ. που έχω δει. Είναι σημαντική γιατί σέβεται τους κανόνες του είδους της Ε.Φ. που ακολουθεί. Και είναι σημαντική γιατί πιστεύω ότι είναι από τις ταινίες που χάρη σε αυτή, κάπου, σε μια αίθουσα, ενώ οι τίτλοι τέλους πέφτουν, κάποιο παιδάκι έχει μείνει με το μασημένο καλαμάκι της Κόκα Κόλα του στο στόμα και σκέφτεται «θέλω να γίνω επιστήμονας».
————————————————————————————————————————————–
[1] Μια από τις εξαιρέσεις αποτέλεσε ο James Cameron, ο οποίος μπόρεσε από νωρίς να αφομοιώσει τις νέες τεχνολογίες και να τις εντάξει ομαλά μέσα στις ταινίες του. Αποκορύφωμα αυτής της ένταξης είναι ο Τιτανικός, όπου τα computer graphics χρησιμοποιούνται χωρίς υπερβολές σαν ένα ακόμη εργαλείο αφήγησης και παρουσίασης σκηνών που δε θα γινόταν να αποδοθούν διαφορετικά.
[2] Υπάρχουν και οι ταινίες βασισμένες σε κόμικ αλλά τουλάχιστον όσον αφορά τα 90s μιλάμε για 4-5 ταινίες συνολικά, οι οποίες πιο πολύ εκφράζουν την παράλληλη τάση που υπήρχε στον χώρο των κόμικ εκείνη την εποχή παρά επηρέαζαν γενικά το Hollywood. Εξάλλου κανείς δε θέλει να θυμάται το Batman Forever και το Batman and Robin…
[3] Φυσικά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το Matrix έχει αρκετό βάθος σαν ταινία και είναι γεμάτη συμβολισμούς, όπως και τη προσφορά της στην εξέλιξη του μέσου. Η κριτική αφορά αποκλειστικά την ένταξη του πρωταγωνιστή σε μια συγκεκριμένη κατηγορία, κι ακόμη και αυτό δεν παρουσιάζεται ως κάτι απαραίτητα αρνητικό, καθώς μέσα στη λογική της ταινίας δουλεύει απρόσκοπτα και μάλιστα εξυπηρετεί πολύ έξυπνα και έναν παράλληλο σκοπό απενοχοποίησης του suspension of disbelief που κάνουμε συνήθως σε τέτοιες ταινίες. Γενικά το Matrix είναι μια ιδιαίτερα πολύπλοκη ταινία η οποία χρήζει δικής της ξεχωριστής ανάλυσης.
[4] Φυσικά έχουμε την εξαίρεση του Lord of the Rings, αλλά πρώτον ακόμη κι εδώ έχουμε μια σειρά ταινιών που βασίζεται κατά πολύ στα ειδικά εφέ και η οποία παραδόξως δεν έθεσε κάποιου είδους μόδα όσον αφορά το fantasy στο Hollywood. Ουσιαστικά δεν είχαμε κάποια ταινία fantasy αντίστοιχου μεγέθους και επιτυχίας μέχρι το the Hobbit, μια δεκαετία αργότερα.
[5] Παραθέτω τις διάρκειες των ταινιών Transformers, με σειρά κυκλοφορίας: 144 λεπτά, 150 λεπτά, 154 λεπτά, 165 λεπτά (!). Βλέπουμε ότι η διάρκεια –ήδη υπερβολική- αυξάνεται διαρκώς.
[6] Ακόμη και το κατά πόσο το είδος της Υπερηρωικής λογοτεχνίας θα έπρεπε να θεωρείται καθαρή Ε.Φ., ή απλά δανείζεται στοιχεία της, είναι κατ’ εμέ θέμα προς συζήτηση.
[7] Εδώ αξίζει να επισημάνω ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο και βασίζομαι αποκλειστικά στην όποια μου εμπειρία ως σινεφίλ για να διακρίνω ποιες «αρετές» της ταινίας οφείλονται στο βιβλίο και ποιες όχι. Προσωπικά δεν μπορώ να αναγνωρίσω αν η έλλειψη βάθους του πρωταγωνιστή είναι κάτι που μοιράζεται με το βιβλίο, καθώς τα βιβλία τείνουν να είναι πιο προσωπικά. Σε κάθε περίπτωση η παρούσα κριτική δεν αποτελεί σύγκριση μεταξύ του βιβλίου και της ταινίας.
[8] Το λέω αυτό έχοντας ως προσωπικό αξίωμα το ότι τα βιβλία που επιλέγονται για να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη οφείλουν εκτός από το να είναι best seller, να διαθέτουν και μια στοιχειώδη λογοτεχνική επάρκεια, από την οποία μπορεί να βοηθηθεί ο σεναριογράφος ώστε να μεταφέρει ένα δεμένο σενάριο. Δυστυχώς δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς αρκετά best seller που έχουν επιλεχθεί είναι κακογραμμένα, κάτι που φυσικά αντικατοπτρίζεται και στις κινηματογραφικές τους ενσαρκώσεις (βλέπε the Twilight, Fifty Shades of Gray κ.α.).
[9] Αλλά και στις μάντρες των εκδοτικών εταιρειών. Ο συγγραφέας Andy Weir αναγκάστηκε να βγάλει αρχικά το βιβλίο του δωρεάν στο blog του και κατόπιν για 1 δολάριο ως e-book στο Amazon, καθώς οι εκδοτικοί του είχαν κλείσει τα μούτρα. Φυσικά αφού έγινε επιτυχία σε ηλεκτρονική μορφή, η στάση του άλλαξε…