The Northman (No spoilers)
Τοποθετημένο κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα της πρώτης χιλιετίας μ. Χ. και λίγο πριν η Ισλανδία αποκτήσει ξεχωριστή εθνική ταυτότητα, η ταινία περιστρέφεται γύρω από μια ιστορία εκδίκησης. Ο πρίγκιπας Άμλεθ γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του βασιλιά πατέρα του από τον αδερφό του και ακόλουθο διεκδικητή του θρόνου. Θυμίζοντας αμυδρά την ιστορία του Σίμπα χωρίς τις συνοδές ενοχές, ο μικρός πρίγκιπας απομακρύνεται ενώ διαδίδεται η φήμη του θανάτου του μόνο για να επιστρέψει αρκετά χρόνια αργότερα διψασμένος για εκδίκηση.
Η ταινία είναι εύστοχα διαποτισμένη από τη παγανιστική νορβηγική μυθολογία, η οποία πλαισιώνεται διακριτικά από μια κατά βάση, σαιξπηρικών ή και αρχαιοελληνικών διαστάσεων, τραγωδία. Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη άλλωστε η σχεδόν πανομοιότυπη ονοματοδοσία του κεντρικού ήρωα με τον πρίγκιπα Άμλετ. Αν και αρχικά η κεντρική πλοκή της εκδίκησης φαντάζει αρκετά απλοϊκή και μονοδιάστατη, μετουσιώνεται σταδιακά σε κάτι βαθύτερο με ξεκάθαρη θέση για την τοξική αρρενωπότητα πασπαλισμένη ακόμα και με φροϋδικές προεκτάσεις. Οι “Norns” έχουν υφάνει εξαρχής τον ιστό των γεγονότων, τα οποία αντί να ανάγουν το οδοιπορικό του κεντρικού ήρωα στο γνώριμο ταξίδι ανάδειξης “του εκλεκτού”, τον οδηγούν νομοτελειακά στην τραγωδία δια μέσου της στωικής αποδοχής της μοίρας ενός Βίκινγκ.
Στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθεται ο Αμερικάνος Robert Eggers, ο οποίος στην μόλις τρίτη σκηνοθετική του απόπειρα, συνθέτει έναν οπτικοακουστικό οργασμό λαμβάνοντας δικαίως τον τίτλο ενός σπουδαίου δεξιοτέχνη auteur. Βέβαια, η απομάκρυνση του από την πιο “ανεξάρτητη” και εναλλακτική εταιρεία παραγωγής Α24 και η πρώτη συνεργασία του με ένα μεγάλο στούντιο και το ανάλογο υπέρογκο μπάτζετ, φαίνεται να περιόρισε την δημιουργική του ελευθερία. Είναι κάτι που επιβεβαιώνεται άλλωστε και από δηλώσεις που έκανε ο ίδιος ο Eggers αναφερόμενος στην ενεργή εμπλοκή του στούντιο στο final cut της ταινίας, με το τελικό αποτέλεσμα να μην έχει την συγκατάθεση του. Όπως και να ‘χει αυτό που περνάει μπροστά από τα μάτια σου για κάτι παραπάνω από δύο ώρες είναι χάρμα οφθαλμών αν και το gore μοιάζει αρκετά χαλιναγωγημένο, πιθανότατα αποτελώντας την πιο διακριτή στουντιακή παρέμβαση. Αλλά και πάλι δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η ζυγαριά του δημιουργικού αποτελέσματος γέρνει κατά πολύ προς τη μεριά του στούντιο, όπως συνέβη ξεκάθαρα ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν (βλ. Dune του David Lynch, Justice League του Zack Snyder κτλ).
Εδώ τα καλοφωτισμένα και ολόσωστα στημένα πλάνα είναι αριστοτεχνικά πλαισιωμένα από όλη τη χρωματική παλέτα, όπου με περισσή ευκολία τα σκοτάδια των θρησκευτικών τελετών διαδέχονται τα καταπράσινα λιβάδια και η ελεγεία των ονειρικών σεκάνς τη “βρωμιά” των σκλάβων Βίκινγκ. Το φιλμ δικαίως λανσάρεται ως μια επική ταινία τρόμου, το οποίο βγάζει νόημα καθώς ο Eggers μπολιάζει εύκολα και αβίαστα μια ατμόσφαιρα τρόμου μεταξύ των σκηνών δράσης. Με βάση και την πρότερη φιλμογραφία του (The Witch, The Lighthouse) άλλωστε, θα ήταν απίθανο να μην αποδειχθεί “μανούλα” σε αυτό το κομμάτι. Όμως και στα μη γνώριμα, για τον ίδιο, σκηνοθετικά μονοπάτια του στησίματος των επικών σκηνών δράσης, μοιάζει να έχει εμπειρία κάνοντας αλάνθαστη χρήση των μέσων που διαθέτει. Ειδικά, η επίθεση των Βίκινγκ στο χωριό, μοναδικά φτιαγμένη ως μονοπλάνο, μπορεί να σηκώσει την τρίχα κάγκελο κάθε ένθερμου οπαδού επικών ταινιών. Γενικότερα, η κίνηση της κάμερας φαίνεται κάθε φορά να έχει σκηνοθετικό λόγο πίσω της και να μην γίνεται ουδέποτε διεκπαιρεωτική.
Όσον αφορά την πλοκή, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί αρχικά να φαντάζει μονοδιάστατη, αβαθής και απλοϊκή αλλά σταδιακά μετατρέπεται σε κάτι που επιδέχεται δεύτερες αναγνώσεις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται απλά για μια ξερή ιστορία εκδίκησης, η οποία δίνει τροφή αποκλειστικά για αίμα και σπέρμα. Αναφορικά με το τελευταίο, ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην πολύ όμορφα λυρικά γραμμένη γενεαλογική ιστορία του πρωταγωνιστή, η οποία φυσικά και οπτικοποιείται εξαιρετικά από τον Eggers με σκηνές που σε σημεία θυμίζουν έντονα την οπτική πανδαισία των εικόνων της Πηγής της Ζωής του Darren Aronofsky. Η λυρικότητα των διαλόγων αρκετές φορές διαθέτει ένα σαιξπηρικό υπόβαθρο (το σενάριο άλλωστε συνυπογράφει μαζί με τον Eggers ο Ισλανδός ποιητής, μυθιστοριογράφος και στιχουργός Sjón), αν και η επιλογή του σκηνοθέτη, να μιλάνε οι ήρωες αγγλικά με έντονη νορβηγική προφορά, δεν δουλεύει πάντα στον ίδιο θεμιτό βαθμό. Ειδικά η ομιλία της Νικόλ Κίντμαν μπορεί πολύ εύκολα να σε πετάξει έξω από το όλο τραγικό κλίμα.
Σχετικά με τις ερμηνείες των ηθοποιών, οι περισσότεροι είναι σωστά κασταρισμένοι και φαίνεται να δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό πάνω στο υλικό με το οποίο καλούνται να δουλέψουν. Από τον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, που ευτυχώς δεν στηρίζεται ερμηνευτικά αποκλειστικά στην σωματική του διάπλαση και στους πρησμένους του μύες αλλά βγάζει την εσωτερική τραγικότητα του ήρωα που υποδύεται με τις εκφράσεις του προσώπου του μέχρι την ολιγόλεπτη εμφάνιση της Μπιορκ, που με την εξαιρετική σκηνογραφία και το μοναδικό φωνητικό της ηχόχρωμα καταφέρνει αβίαστα να μεταφέρει την γοτθική και σκοτεινή ατμόσφαιρα της προφητείας, όλα δουλεύουν ρολόι. Η σχετικά ανύπαρκτη ερωτική χημεία μεταξύ Σκάρσγκαρντ και Άνια Τέιλορ-Τζόι είναι ίσως το μοναδικό μελανό σημείο, το οποίο όμως ενδέχεται να μπορεί να δικαιολογηθεί από το προαναφερθέν στουντιακό “πετσόκομμα” καθώς φαίνεται να ήθελε περισσότερο “χτίσιμο”.
Όπως και να χει, το Northman είναι ξεκάθαρα και χωρίς δεύτερη σκέψη μια ταινία που αξίζει κανείς να απολαύσει, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη οθόνη, για να έχει τη μέγιστη κινηματογραφική εμπειρία που προσφέρεται απρόσκοπτα. Το αν δικαιολογείται η έκρηξη του Eggers για την παρεμβολή του στούντιο είναι κάτι που προφανώς δεν μπορεί να αξιολογηθεί στην παρούσα φάση, αλλά δεν έχει και απολύτως καμία σημασία, μιας και το φιλμ όπως έχει παραδοθεί λειτουργεί σχεδόν αριστουργηματικά σε όλους τους θεματικούς άξονες με τους οποίους καταπιάνεται. Το πλήρωμα του χρόνου και η ενδεχόμενη κυκλοφορία ενός director’s cut πιθανότατα θα λύσει σε όλους μας αυτή την απορία.