Call Me By Your Name – review
Η ταινία έπαιξε την τελευταία μέρα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας και ήταν η τελευταία ταινία του Φεστιβάλ.
Μόλις βγήκαμε από την αίθουσα και περάσαμε το κλασσικό σημείο με τα προγράμματα, όλα έλειπαν. Δεν υπήρχε ούτε ένα πια. Το φεστιβάλ τα είχε μαζέψει. Ήθελα να πάρω άλλο ένα πρόγραμμα, έτσι για ενθύμιο, παρόλο που έχω ήδη έξι ή εφτά, αλλά δεν πρόλαβα. Η μία από τις δύο μεγάλες αφίσες του φεστιβάλ είχε δώσει τη θέση της στην αφίσα της προβολής που θα ακολουθήσει τη Δευτέρα.
Η εικοσάλεπτη καθυστέρηση της ταινίας με έκανε να χάσω το τελευταίο μετρό, έτσι αναγκάστηκα να περιμένω, εκεί στην άκρη, έξω από τον κινηματογράφο. Το σινεφίλ κοινό ήταν μαζεμένο σε ομάδες και σχολίαζε την προβολή. Εγώ έβγαλα το περιοδικό του φεστιβάλ να διαβάσω τη συνέντευξη του σκηνοθέτη όσο περίμενα.
Όλη αυτή την ώρα σκεφτόμουν τον τελευταίο διάλογο του πατέρα με τον γιο. Την προτελευταία σκηνή της ταινίας. Η σκηνή αυτή είναι και ένας από τους λόγους που γράφω αυτές τις λέξεις. Από το πρώτο της καρέ έκατσε πάνω στο στήθος μου βαρίδι, και ακόμα δεν έχει φύγει. Για μένα είναι μια από τις καλύτερες σκηνές της χρονιάς. Όλα τα γεγονότα της ταινίας είναι λες και δημιουργήθηκαν για να φτάσει ο πρωταγωνιστής σε αυτή τη σκηνή. Για να υπάρξει αυτή η συζήτηση. Τα πιο δύσκολα και αληθινά λόγια ενός γονιού με τον έφηβο γιο του. Ένας ολόκληρος κινηματογράφος βουρκωμένος. Εγώ πάλι, έκανα μεγάλες προσπάθειες να κρατηθώ στο ύψος μου. Κακώς βέβαια, γιατί εν τέλει τι κέρδισα;
Δεν έχω ξανά νιώσει έτσι σε ταινία. Πολλές ταινίες με έχουν συγκινήσει, πολλές με έχουν κάνει να γελάσω, να στεναχωρηθώ, να αναθεωρήσω. Αυτή με διέλυσε. Φυσικά μην περιμένεις να διαβάσεις κάτι για αυτή τη σκηνή εδώ. Δεν το θες, πίστεψέ με.
Η ταινία είναι ένα ρομαντικό δράμα. Και όχι μόνο. Αυτό που αποκόμισα εγώ από την ταινία, και δεν με ενδιαφέρει καθόλου εάν ήταν ή όχι η πρόθεση του σκηνοθέτη, είναι το πάθος για ζωή. Ναι, σίγουρα το ρομάντζο ήταν παρόν και δεν είχε συγκεκριμένο φύλο, όπως μπορεί να πιστεύεις, αλλά για μένα ήταν η αφορμή. Ο έρωτας του 17χρονου Έλιο με τον – κατά πολύ – μεγαλύτερο του Όλιβερ, είναι μια ιστορία αγάπης, που μέσα της όμως κρύβει μια ολόκληρη σχολή για τη ζωή, τις χαμένες ευκαιρίες, το χρόνο που φεύγει, για το τώρα. Μιλούσε για την τύχη του να γνωρίσεις ένα άτομο που θα σε παρασύρει σε ένα ντελίριο συναισθημάτων και, ανεξάρτητα της κατάληξης, θα έχεις βγει καλύτερος άνθρωπος. Την τύχη να τον βρεις, να τον γνωρίσεις και να τολμήσεις να αφεθείς. Αυτές τις ταινίες πρέπει να τις δεις. Και πρέπει να τις δεις στον κινηματογράφο. Μια σπουδαία ταινία που θα τη σκέφτεσαι για ώρες μετά την προβολή της. Και ελπίζω να σε αλλάξει λίγο, όπως άλλαξε εμένα, γιατί αυτό οφείλει να κάνει μια ταινία σαν και αυτή. Το μόνο αρνητικό είναι ότι πρέπει να κάνουμε υπομονή, γιατί η ταινία βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες σε τέσσερις μήνες.
Εκεί που διάβαζα λοιπόν τη συνέντευξη και είχα φτάσει στα μισά, ένας κύριος με διακόπτει ευγενικά και με ρωτάει:
– Μήπως έχετε άλλο ένα περιοδικό που να μην το χρειάζεστε;;
Με ξάφνιασε, δεν κατάλαβα αμέσως τι ήθελε. Από αντίδραση απάντησα όχι. Ήμουν χαμένος σε εκείνον τον διάλογο, όχι σε αυτόν που ξεκινούσε τώρα. Σπίτι είχα άλλο ένα περιοδικό. Μόλις λοιπόν συνειδητοποιώ τι ήθελε, του λέω να το πάρει. Ξαφνιάστηκε εκείνος τώρα. Και μου λέει:
– Σίγουρα; Αφού το διαβάζετε.
Ναι του λέω πάρτε το. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Σκέφτηκα ότι πλέον θα τα είχαν μαζέψει όλα, το φεστιβάλ είχε τελειώσει. Έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του. Δεν θα μπορούσε να το βρει εύκολα κάπου και εγώ θα είχα δύο. Και του το έδωσα. Με ευχαρίστησε και έφυγε. Και ίσως τον ξαναδώ του χρόνου στο φεστιβάλ.
Και του χρόνου λοιπόν…