
Gerald’s Game – η ταινία
Το Gerald’s Game είναι μία πάρα πολύ καλή ταινία.
Δεν είναι απλά μια από τις πιο πιστές μεταφορές κάποιας ιστορίας του Stephen King.
Δεν είναι απλά μια πολύ καλή και μοναδική ταινία τρόμου.
Είναι μια υπέροχη ταινία εν γένει.
Σε μια προσπάθεια αναζωπύρωσης του γάμου της, η Jessie καταλήγει δεμένη με χειροπέδες στο κρεβάτι ενός έρημου σπιτιού στο δάσος, όταν ο σύζυγός της, Gerald, παθαίνει καρδιακή προσβολή τη στιγμή που πέφτουν στο κρεβάτι για να κάνουν έρωτα.
Η ιστορία από μόνη της ίσως δεν είναι τόσο πρωτότυπη ή τόσο ενδιαφέρουσα, από την οποία μπορεί να προκύψει μία -με τη σειρά της- ενδιαφέρουσα ταινία. Το ενδιαφέρον κομμάτι είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αφήγηση αυτής της ταινίας, τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά. Από τη μία ο πατέρας της ιστορίας, Stephen King, ο οποίος προσδίδει έναν ενδιαφέρον τρόπο προσέγγισης της ιστορίας, κι από την άλλη ο σκηνοθέτης, Mike Flanagan, ένας σκηνοθέτης που στο παρελθόν έχει δημιουργήσει μερικές κοινότυπες ταινίες τρόμου, εδώ ξαφνικά αναβαθμίζει το παιχνίδι του και απογειώνει μια -κατά τα άλλα- μέτρια προς καλή ιστορία.
Στην ταινία πρωταγωνιστεί η -για ακόμη μία φορά- καταπληκτική, και πάντα υποτιμημένη, Carla Gugino (Spy Kids, Sin City, Watchmen, Sucker Punch) και ο Bruce Greenwood στο ρόλο του συζύγου της. Παρά το αξιόλογο ταλέντο και των δύο, η Carla Gugino είναι εκείνη που ξεχωρίζει, καθώς κρατάει ολόκληρη την ταινία στους ώμους της, αφού βρίσκεται στην οθόνη τουλάχιστον για το 90% της διάρκειάς της, χωρίς να χάσει ούτε μία στιγμή τον χαρακτήρα και την εξέλιξή του.
Η ταινία ξεκινάει όπως ένα δράμα με διάφορα ψυχοκοινωνικά παρακλάδια και τελικά καταλήγει να είναι μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου της χρονιάς. Όσο η Jessie βρίσκεται αλυσοδεμένη σε ένα κρεβάτι ενός σπιτιού, το οποίο θα μείνει άδειο για τουλάχιστον μία εβδομάδα, προσπαθεί να σκεφτεί τρόπους να ξεφύγει. Κι όταν αυτό αποτυγχάνει, υποκύπτει στις παραισθήσεις, στα τρομακτικά παιχνιδίσματα των σκιών, το Αγγελάκι και το Διαβολάκι της, το σκοτεινό της παρελθόν που τη στοιχειώνει και το κατά πόσο αυτό έχει επηρεάσει ολόκληρη την πορεία της ζωής της. Αλλά έχει να αντιμετωπίσει και φυσικούς δαίμονες, όπως για παράδειγμα το πεινασμένο σκυλί που τρυπώνει στο σπίτι και αρχίζει τρώει κομμάτια του νεκρού της συζύγου μπροστά στα μάτια της, ενώ αυτή δε μπορεί να κάνει τίποτα για να το σταματήσει.
Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση κατά τη διάρκεια της ταινίας είναι η σχεδόν παντελής έλλειψη μουσικής. Αυτή η σχεδόν απόλυτη ησυχία είναι που την καθιστά τόσο τρομακτική. Οι σημερινές ταινίες τρόμου βασίζονται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στα ηχητικά τους τεχνάσματα, καταλήγοντας σε ηλίθια -και πολλές φορές αχρείαστα- jump scares. Για παράδειγμα, η πρόσφατη ταινία It -άλλη μία μεταφορά ιστορίας του Stephen King- η οποία θεωρείται από πολλούς η καλύτερη ταινία τρόμου της φετινής χρονιάς ή ακόμη και των τελευταίων χρόνων, παρόλο που έχει υπέροχη μουσική και πολύ δυνατό cast ηθοποιών, δυστυχώς δεν ξεφεύγει από τα γνωστά τερτίπια, και -κατ’ εμέ- καταλήγει να είναι μια στερεοτυπική επανάληψη όλων των ταινιών τρόμου που έχουν γυριστεί ποτέ, με αχρείαστα jump scares, υπερβολική χρήση μουσικής, που βασίζει ολόκληρη τη φύση της στην τρομακτική εικόνα του πρωταγωνιστικού κλόουν, παρά στις σκηνές που μας πλασσάρονται ως τρομακτικές.
Σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω, το Gerald’s Game είναι μία ταινία που σου προκαλεί τον τρόμο χωρίς να βασίζεται εξ ολοκλήρου στα ειδικά εφέ της. Ο τρόμος που προκαλεί βασίζεται στις τρομακτικές σκέψεις του θεατή, όχι στις τρομακτικές της εικόνες (υπάρχουν κι εκείνες, αλλά είναι ελάχιστες). Ειδικά τα τελευταία δέκα λεπτά της ταινίας, τα οποία στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη θα μπορούσαν να δείχνουν αστεία ή εκτός πραγματικότητας, εδώ παραδίδονται με σιγουριά, ξεδιπλώνονται με μια ανάσα, χωρίς να επιτρέπουν στον θεατή να σκεφτεί τι είναι αυτό που βλέπει και τη σημαντικότητα αυτών που παρακαολουθεί, παρά μόνο μετά το τέλος.
Προσωπικά, αυτή η ταινία με έβαλε να προβληματιστώ, τόσο καθόλη τη διάρκειά της, με ερωτήματα που έθετε για την φύση των ανθρώπων και την εξέλιξη των ανθρώπινων σχέσεων (θέματα ήδη αρκετά τρομακτικά από μόνα τους), αλλά και μετά το πέρας της. Είχα χρόνια να τρομάξω με κάποια ταινία που διαφημίζεται ως ταινία τρόμου. Ακόμη και το It, μια ταινία που είδα δυο μέρες πριν δω το Gerald’s Game, το μόνο που μου προκάλεσε, ήταν μια ελαφρά ανατριχίλα κατά τη διάρκεια της εμφάνισης του κλόουν και τίποτα παραπάνω. Κι αυτό οφειλόταν εξ ολοκλήρου στο ευρηματικό μακιγιάζ. Το Gerald’s Game με έκανε να αναρωτηθώ, μετά από πάρα πολλά χρόνια, αν κάποιος κρύβεται στην σκοτεινή ταινία του δωματίου μου. Μπορεί αυτή η σκέψη να μη κράτησε παραπάνω από πέντε λεπτά, αλλά η αίσθηση ήταν αρκετή για να καταλάβω ότι είδα μια πάρα πολύ καλή ταινία τρόμου.
Γιατί το μεγαλείο μιας ταινίας τρόμου δεν κρύβεται στην ικανότητά της να σε τρομάζει την ώρα που την παρακολουθείς, αλλά η αίσθηση τρόμου που σου αφήνει μετά το τέλος της· η ικανότητά της να σε κρατάει ξύπνιο το βράδυ.
* Η ταινία προβάλλεται μέσω του Netflix.