John Smith, Αναπαυτής
Εδώ και μερικά λεπτά κάθομαι μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή μου και σκέφτομαι έναν καλό πρόλογο για να ξεκινήσω να μιλάω για ένα βιβλίο που από την πρώτη ανάγνωση – ακολούθησαν άλλες τρεις – ήταν αδυσώπητο από εικόνες και συναισθήματα. Κι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο χαρακτηρισμός εθιστικό!
Ο συγγραφέας με στιβαρή, σίγουρη γραφή από την οποία τίποτα δεν είναι περιττό ή αχρείαστο, καμία λέξη, κανένα κόμμα, καμία τελεία, ήδη από την πρώτη παράγραφο καταφέρνει να σε κάνει μέρος του βιβλίου του, με την ακατάπαυστη δράση και τις γεμάτες ερεθίσματα δυνατές περιγραφές του.
Το “John Smith, Αναπαυτής” είναι μία ολοκληρωμένη, σπονδυλωτή ιστορία, που στην αρχή σού δίνει την εντύπωση ότι είναι μία σειρά από σκόρπιες περιπέτειες του ίδιου πρωταγωνιστή, εντούτοις όμως είναι γραμμένη και επίτηδες τοποθετημένες οι ιστορίες της κατά αυτό τον τρόπο, με σκοπό οι απαντήσεις που λαμβάνεις κάθε φορά από αυτές να δένουν αρμονικά, οδηγώντας αβίαστα μέχρι και το συγκλονιστικό τέλος.
Ο John Smith από την άλλη είναι ένας χαρακτήρας που πραγματικά λάτρεψα. Το επάγγελμά του είναι απλά ένα μυστήριο, που συνειδητά δεν θα αποκαλύψω, όπως μυστήρια είναι και η ιδιοσυγκρασία του. Ένας χαρακτήρας που πίνει, καπνίζει, μοιάζει να είναι μοναχικός και αποστασιοποιημένος από ερωτικές σχέσεις κι ανθρώπους, με μία καλά κρυμμένη ευαίσθητη πλευρά όμως κι έναν ηθικό απαράβατο κανόνα.
Η δράση τοποθετείται σε ένα σκοτεινό, δυστοπικό, εφιαλτικό τοπίο, σε πόλεις που τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να προσδιοριστούν εκ νέου και η ανθρωπότητα να κλείσει τις πληγές εκείνες που προκάλεσε η πρώτη εμφάνιση του χάους στον κόσμο, που είχε ως φρικτό συνεπακόλουθο τον θάνατο χιλιάδων πολιτών και την καταστροφή σημαντικών και μεγάλων βιομηχανικών περιοχών και φυσικών εκτάσεων.
Και μέσα από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, ο συγγραφέας καταφέρνει να θίξει καίρια ζητήματα και να προβληματίσει, γράφοντας μία ιστορία που μοιάζει πιο μαύρη κι από την ίδια την άβυσσο. Παρόλα αυτά δεν λείπει εκείνο το αναπάντεχο, καυστικό, έξυπνο χιούμορ, που αν και δοσμένο σε μικρές δόσεις είναι ακλόνητο, δίνει άλλη πινελιά στο κείμενο, φαντάζει αναγκαίο κι είναι ένα ακόμη από εκείνα τα απολαυστικά στοιχεία που διαθέτει ο ήρωάς του.
Κι ενώ σε όλη αυτή τη μαυρίλα, τις σκληρές και βίαιες σκηνές που με ζωντάνια αναπαριστά η πένα του συγγραφέα, θα περίμενε κανείς να απουσιάζει η όποια αισιοδοξία κι ελπίδα, αυτή η τελευταία έρχεται λυτρωτικά να κλείσει το κείμενο παρά που δεν προσφέρεται εύκολα, αλλά εναπόκειται στην αναγνωστική ματιά και προσωπική αντίληψη του καθενός.
Το μόνο αρνητικό στοιχείο που βρήκα στην ιστορία – κι αυτό έχει να κάνει με την δική μου προσωπική επιθυμία – είναι ότι δεν είχε επιπλέον σελίδες, αν και οφείλω να ομολογήσω πως ο συγγραφέας κλείνει με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο την ιστορία του και ότι η χρήση του αφηγηματικού χρόνου από μέρους του ήταν από τα δεδομένα εκείνα που εκτίμησα επιπλέον στο κείμενό του.
Ο Γιώργος Κωστόπουλος έχει γράψει μία ιστορία που ψυχαγωγεί με ένα μοναδικό τρόπο, διαθέτοντας μία χαρακτηριστική φαρέτρα από λογοτεχνικά εργαλεία, γράφοντας ιστορίες που πρωτίστως φαίνεται ότι γουστάρει ως αναγνώστης και ο ίδιος κι αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να μην το καταλάβει κάποιος διαβάζοντας το παρόν βιβλίο του. Είναι ένας συγγραφέας που η αιχμηρότητα της γραφής και των ιδεών του θα αναζωογονήσει ακόμα περισσότερο την ελληνική σκηνή του φανταστικού και του τρόμου και που οι σκληροπυρηνικοί φαν του είδους αξίζει να ανακαλύψουν.