Ο μύθος και η μαγεία του κινηματογράφου
«Θα υπάρξουν σίγουρα αλλαγές στο μέλλον του κινηματογράφου. Και μάλιστα πρωτοφανείς. Αλλά δεν θα είναι σημαντικές. Οι ταινίες σαν διανομείς ονείρων, ελπίδων και κρυφών επιθυμιών του ανθρώπου θα υπάρχουν για πάντα» Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Σήμερα, μετά από 125 χρόνια κινηματογράφου, μπορεί να πιστεύουμε ότι είμαστε περισσότερο εξελιγμένοι, αλλά ουσιαστικά εξακολουθούμε να επιθυμούμε τις ίδιες απλές χαρές που επιθυμούσαν οι προπαππούδες μας. Όλοι αναζητάμε μερικές απολαυστικές στιγμές, μια ασυνήθιστη εμπειρία ή απλά έντονα φώτα και μια διασκεδαστική νύχτα στην πόλη. Οι συναρπαστικές στιγμές που απολάμβανε το κοινό του 1931 παρακολουθώντας την ταινία «Φρανκενστάιν» είναι αντίστοιχες με εκείνες που γεύτηκαν όλοι όσοι παρακολούθησαν το 1993 το «Τζουράσικ Παρκ».
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την αρχέγονη έλξη που ασκεί πάνω μας η παρακολούθηση ταινιών μαζί με μια αλλοπρόσαλλη ομάδα ξένων που τους ενώνει μόνο μια κοινή εμπειρία: το γεγονός ότι κάθονται μαζί στο σκοτάδι και ταυτίζονται με τους πρωταγωνιστές και τα συναισθήματα τους, όπως τους δημιούργησαν ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης. Το μοίρασμα με άλλους ενός τρανταχτού γέλιου ή ενός έντονου φόβου, με την παρακολούθηση μιας κωμωδίας ή ενός θρίλερ, είναι ένα θαυμάσιο μοναδικό συναίσθημα. Σίγουρα τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την απόλαυση του να κάθεται κανείς σε ένα από τα σημερινά, υπερσύγχρονα σινεμά, με τις μεγάλες οθόνες και τον περιφερειακό ήχο.
Από όλες τις τέχνες, ο κινηματογράφος είναι εκείνος που δημιουργεί μια μοναδική ψευδαίσθηση ρεαλισμού. Ο χρόνος δεν είναι πραγματικός χρόνος. Η ηθοποιία είναι απλή αναπαράσταση της αλήθειας και μερικές φορές είναι επίτηδες θεατρική ή στιλιζαρισμένη. Η ταινία μιλά με μια δική της γλώσσα, που όλοι αναγνωρίζουμε πια και στην οποία όλοι ανταποκρινόμαστε: τη γλώσσα του φέιντ άουτ, του γκρο πλαν κ.λπ.
Η δύναμη της πειθούς
Ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον χαρακτήρισε την πρώτη επική ταινία μεγάλου μήκους, τη «Γέννηση ενός έθνους» (“Birth of a Nation”, 1915) ως «ιστορία που γράφτηκε με κεραυνούς». Ο σκηνοθέτης της, Ντ. Γ. Γκρίφιθ, είχε εφεύρει την κατάλληλη γλώσσα του κινηματογράφου και είχε δει τη δύναμη των ταινιών στην προπαγάνδα. Το φιλμ, μια απολογία για την Κου Κλουξ Κλαν, θεωρείται τόσο δυνατό ώστε ακόμα και σήμερα ο κόσμος εξακολουθεί να προσπαθεί να το εξορκίσει. Από την παρουσίαση αυτής της ταινίας, ο κινηματογράφος θεωρήθηκε μια τεράστια δύναμη επιρροής προς το καλό ή το κακό – και γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή, συγκέντρωσε την κριτική των «θεματοφυλάκων της ηθικής» και το ενδιαφέρον των πολιτικών στρατοπέδων.
Ταινίες θεωρήθηκαν υπεύθυνες για κάθε είδους κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα, όπως για παράδειγμα οι αναταραχές στους δρόμους που είδαμε στο «Κάνε το σωστό» (“Do the Right Thing, 1989), η κοινωνική διαφθορά στο «Τρεις γυναίκες με δικό τους έρωτα» (“The Killing of Sister George”, 1968), η βία στο “Pulp Fiction”, 1994, ή οι κατά συρροή δολοφονίες στο «Γεννημένοι δολοφόνοι» (“Natural Born Killers, 1994). Η «Σιωπή των αμνών» (“The Silence of the Lambs”, 1992) δέχτηκε επίθεση αρχικά για τα αντι-γκέι στερεότυπά της και για το ότι καθαγίαζε τις δολοφονίες. Συχνά οργανώνονται εκστρατείες για την απαγόρευση κάποιων ταινιών, συνήθως με τις πιο ανόητες και λανθασμένες δικαιολογίες. Ο βαθιά θρησκευτικός «Τελευταίος πειρασμός» (“The Last Temptation of Christ, 1988) του Μάρτιν Σκορσέζε καταγγέλθηκε για βλασφημία, μαζί με τη φάρσα των Μόντι Πάιθονς «Ένας προφήτης, μα τι προφήτης» (“The Life of Brian”,1979).
Ο δρ. Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας των Ναζί από το 1933 μέχρι το 1945, διαπίστωσε τη δύναμη του κινηματογράφου πάνω στα πλήθη και ενθάρρυνε την παραγωγή ταινιών ναζιστικής προπαγάνδας που αποθέωναν τις αρετές της Αρείας φυλής, όπως το ντοκιμαντέρ της Λένι Ρίφενσταλ με θέμα τη συγκέντρωση της Νυρεμβέργης το 1934. Στη Ρωσία, το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» (1925) δημιουργήθηκε για προπαγανδιστικούς λόγους, μολονότι ο Σεργκέι Αϊζενστάιν προχώρησε πέρα από αυτά τα όρια, μ’ αυτό το δημοφιλές, αθάνατο έργο τέχνης. Ωστόσο, στη Βρετανία απαγορεύτηκε ως επαναστατικό για διάστημα-ρεκόρ, με εξαίρεση την ταινία τρόμου του Αμερικανού Τοντ Μπράουνινγκ “Freaks”, 1932, που η προβολή της ματαιώθηκε για την κακία και το δηλητήριο που έβγαζε αλλά και για λόγους αισθητικής κυρίως. Επίσης, η λογοκρισία ενοχλήθηκε από την αρνητική επίδραση στη νεολαία της συμμορίας του Μάρλον Μπράντο στον «Ατίθασο» (“The Wild One”, 1954), μολονότι όταν τελικά προβλήθηκε, το 1968, η ταινία φαινόταν περισσότερο κιτς και ανόητη παρά επικίνδυνη.
Απόδραση από την πραγματικότητα
Στην άλλη πλευρά του νομίσματος, μερικοί γονείς διαμαρτύρονται ότι το συνεχές μενού του Χόλυγουντ με συναισθηματικές, ευκολοχώνευτες ταινίες που κάνουν τον κόσμο να ξεχνιέται, είναι αποχαυνωτικό για τα παιδιά τους. Όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός. Όλοι είναι ηθικολόγοι, με τη δική τους κοσμοθεωρία και τα δικά τους όρια. Ο κινηματογράφος δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ζήσει μια ήσυχη ζωή – και τώρα δεν τη θέλει. Οι διαφωνίες και οι λογομαχίες κόβουν εισιτήρια – αν και υπάρχουν όρια: δεν μπορείς να πουλήσεις εισιτήρια για μια ταινία που έχει απαγορευτεί. Ωστόσο, ο κινηματογράφος εξακολουθεί να διαθέτει μια μοναδική μαγεία – και, καθώς ο κόσμος μοιάζει να γίνεται όλο και πιο σκοτεινός και πολύπλοκος, η ανάγκη για τη λάμψη και τη μαγεία του κινηματογράφου γίνεται εντονότερη. Οι ταινίες διέγραψαν έναν πλήρη κύκλο και επέστρεψαν στο «γκλάμουρ», στα έντονα φώτα, στο ποπκόρν και στα αναπευτικά καθίσματα των πολυτελών multiplex. Το σύστημα των στούντιο του Χόλυγουντ μπορεί να έχει εκλείψει προ πολλού, αλλά τα στούντιο παραμένουν – αν και τα περισσότερα έχουν περάσει σε χέρια μη Αμερικανών – και εξακολουθούν να παράγουν τις ίδιες δαπανηρές ταινίες απόδρασης που λαχταρά το διψασμένο για διασκέδαση κοινό σε όλο τον κόσμο. Για μια καλή κωμωδία ή μια συναρπαστική περιπέτεια, οι θεατές είναι πάντα έτοιμοι να κατακλύσουν τις αίθουσες.
Ταινίες όπως το “Jurassic Park” (1993) και το «Φόρεστ Γκαμπ» (Forrest Gump, 1994) είναι τόσο σημαντικές όσο οποιαδήποτε παραγωγή της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ και διπλά ευπρόσδεκτες – επειδή οι ταινίες που «σπάνε ταμεία» είναι σήμερα πιο σπάνιες. Όλο και λιγότεροι άνθρωποι του σινεμά φαίνονται να διαθέτουν το άγγιγμα του Μίδα, αλλά όσοι το διαθέτουν – όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Τζέιμς Κάμερον ή ο Κουέντιν Ταραντίνο – αποτελούν την αφρόκρεμα του πολιτισμού μας.