Fear Street – Part I: 1994
Η ταινία Fear Street – Part I:1994, όπως άλλωστε υποδηλώνει και ο τίτλος, αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας ταινιών τρόμου παραγωγής Netflix. Οι ταινίες μάλιστα θα βγαίνουν στην συνδρομητική πλατφόρμα κάθε εβδομάδα αρχής γενομένης την 02 Ιουλίου 2021. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι βασίζονται στα αντίστοιχα βιβλία του πασίγνωστου συγγραφέα R.L.Stine, το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί κυρίως με τη εφηβική σειρά βιβλίων φαντασίας και τρόμου “Ανατριχίλες”. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και πριν μιλήσουμε για το ποιόν της πρώτης ταινίας, ας δούμε με τι πραγματεύεται.
Στο επίκεντρο λοιπόν της ταινίας βρίσκεται μια παρέα εφήβων, η οποία φαίνεται να μπαίνει στο στόχαστρο ενός αιμοδιψούς δολοφόνου. Στην πραγματικότητα όμως η παρέα ανακαλύπτει ότι η πόλη στην οποία διαμένουν συνδέεται με διάφορα ανατριχιαστικά και μεταφυσικά φαινόμενα ενώ η απειλή με την οποία έρχεται αντιμέτωπη είναι κάτι πολύ περισσότερο και μακάβριο από έναν απλό serial killer.
Παρά το γεγονός ότι η ταινία φαίνεται να απευθύνεται σε εφηβικό κοινό, είναι ακατάλληλη για ανηλίκους κάτι που φαίνεται να δικαιολογείται κυρίως από κάποιες αιματηρά βίαιες σκηνές. Αυτό φυσικά δεν θα ήταν πρόβλημα αν η ταινία ήταν περισσότερο βουτηγμένη μέσα στο σπλάτερ και στο gore, κάτι που όμως δεν ισχύει. Όμως αυτό μάλλον είναι το λιγότερο από τα προβλήματα της ταινίας.
Η τηλεοπτικών προδιαγραφών παραγωγή της είναι εμφανής με τη φωτογραφία και το γενικότερο στήσιμο των σκηνών να φωνάζουν “τηλεόραση” με την κακή έννοια. Ταυτόχρονα, το ερμηνευτικό βάρος στο μεγαλύτερο ποσοστό βυθίζεται ποιοτικά με μαθηματική ακρίβεια στον ίδιο βούρκο που χώνει η πρωταγωνίστρια κάποια στιγμή τα χέρια της. Φωτεινή ίσως εξαίρεση αποτελεί η κόρη της Ούμα Θέρμαν, Μάγια Χοκ, η παρουσία της οποίας και μόνο υποσκελίζει το οποιοδήποτε ερμηνευτικό ατόπημα. Αυτό που κάνει όμως το συγκεκριμένο φιλμ παγερά αδιάφορο είναι ο τρόπος με τον οποίο δομείται, ο οποίος είναι χτισμένος με ανιαρή ακρίβεια πάνω σε όλα μα όλα τα γνωστά κλισέ των ταινιών τρόμου. Μάλιστα, η υπερβολική χρήση του “ψεύτικου” jumpscare ειδικά στο πρώτο μισό της υπήρξε άβολή, ανούσια και αχρείαστη. Ευτυχώς προς το τέλος αρχίζει και δένει κάπως καλύτερα ο ρυθμός και η ταινία βλέπεται με περισσότερο ενδιαφέρον.
Βέβαια, ακόμα και αν εξαιρέσουμε τις σεναριακές ευκολίες, το ανύπαρκτο χτίσιμο των χαρακτήρων καθώς και του μεταξύ τους δεσίματος μετατρέπει σε παγερά αδιάφορη την πορεία τους επάνω στην τηλεοπτική μας οθόνη. Εν ολίγοις, κανείς δεν δίνει δεκάρα για το ποιο θα είναι το επόμενο θύμα. Παράλληλα, μη έχοντας διαβάσει το πρωτότυπο υλικό είναι αρκετά αφελές να αποδοθούν αποκλειστικά ευθύνες στην σεναριακή προσαρμογή του. Ωστόσο φάνηκε ότι η συγκεκριμένη ταινία, και πιθανόν και οι επόμενες, να θέλουν να συνδυάσουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα μη υπολογίζοντας την γνωστή παροιμία για τα καρπούζια και τη μια μασχάλη. Ξεκάθαρα θέλει να είναι και λίγο slasher ταινία τύπου Halloween και Friday the 13th, θέλει να βάλει εμβόλιμα και το σαρκαστικό εφηβικό μέτα-χιούμορ του Scream (η σκηνοθέτης μάλιστα έχει γυρίσει επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς Scream) αλλά να το μπολιάσει και με λίγο θρησκευτικό τρόμο τύπου Conjuring που είναι και της μόδας. Προφανώς, το αποτέλεσμα είναι αποτυχημένο, οκνηρό και άνισο.
Για να μην λέμε όμως αποκλειστικά τα αρνητικά, η ταινία ξεχωρίζει για την μουσική της επένδυση, η οποία ειλικρινά δύσκολα θα αφήσει ασυγκίνητο κάποιον που έχει μεγαλώσει στα 90s. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε στο ορχηστρικό ντύσιμο αυτής αλλά στα τραγούδια. Και ναι, είναι τόσο καλή η επιλογή των τραγουδιών που αφενός στα σημεία που δεν χρησιμοποιούνται σου λείπουν και αφετέρου σε αφήνουν με ένα ξενέρωμα όταν ακούγονται για λίγο. Ενδεικτικά, η μουσική παλέτα περνάει αβίαστα από Machine Head και Prodigy μέχρι Radiohead, Cypress Hill και Portishead.
Εν κατακλείδι, αν είστε σκληροπυρηνικοί φαν του είδους και θέλετε να καταναλώνετε οτιδήποτε σχετικό κυκλοφορεί, δοκιμάστε το. Οι υπόλοιποι διακριτικά προσπεράστε. Ειλικρινά δεν θα πεθάνετε κιόλας αν δεν το δείτε.